Κραναίας

Κραναίας
Κραναίᾱς , Κραναίης
masc acc pl
Κραναίᾱς , Κραναίης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)
Κραναί̱ᾱς , Κραναῖα
fem acc pl
Κραναί̱ᾱς , Κραναῖα
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κραναίας, επαρχία — Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (326 τ. χλμ.) του νομού Κεφαλληνίας, με έδρα το Αργοστόλι. Βλ. λ. Κεφαλληνίας, νομός …   Dictionary of Greek

  • Liste der ehemaligen Provinzen Griechenlands — Karte der Provinzen Die Provinz (griechisch επαρχία, Eparchía) war im weitgehend zentralistisch verfassten Griechenland bis zur griechischen Gemeindereform von 1997 („Programm Ioannis Kapodistrias“ bzw. griechisch Σχέδιο …   Deutsch Wikipedia

  • πάστρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.). * * * η 1. τέλεια καθαριότητα 2. διαύγεια, διαφάνεια («η θάλασσα... ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • σκάλα — I (Scala). Περίφημο λυρικό θέατρο του Μιλάνου. Χτίστηκε το 1778 από τον Γκιουζέπε Πιερμαρίνι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Σάντα Μαρία αλά Σκάλα και σε αντικατάσταση της παλιάς δουκικής σκηνής, που καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τόσο για το… …   Dictionary of Greek

  • Ελάτεια — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κασσωπίας στην Ήπειρο, η οποία ιδρύθηκε το 700 π.Χ. από Ηλείους αποίκους. Ήταν πιθανώς χτισμένη μεταξύ της δυτικής όχθης του Αχέροντα και της Νικόπολης. 2. Πόλη της Φωκίδας, οδικός κόμβος μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • Καρούσος — Επώνυμο λογίων και επιστημόνων από την Κεφαλονιά. 1. Αναστάσιος (18ος αι.). Λόγιος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάντοβα και στη Βενετία. Χρημάτισε σύνδικοςτης κοινότητας της Κεφαλονιάς (1774) και διοικητής Ιθάκης έως το 1777. Ως μέλος της …   Dictionary of Greek

  • Μαυρογιάννης, Γεράσιμος — (Κουρκουμελάτα Κεφαλονιάς 1823 – Κέρκυρα 1905). Ιστορικός και τεχνοκρίτης. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1863 εξελέγη πληρεξούσιος Κεφαλονιάς στη Β’ Εθνική Συνέλευση και εν συνεχεία βουλευτής Κραναίας. Το 1849 εξέδωσε την εφημερίδα με …   Dictionary of Greek

  • Ξενόπουλο — Ημιορεινός οικισμός (70 κάτ., υψόμ. 320), στην επαρχία Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ.χλμ., 189 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Καπανδρίτι (87 κάτ., υψόμ. 320) και Ανδριολάτα (32 κάτ., υψόμ. 310) …   Dictionary of Greek

  • Ομαλά — Κοινότητα της επαρχίας Κραναίας του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”